- τέρμονας
- τέρμωνboundarymasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέρμονας — ο /τέρμων, ονος, ΝΑ νεοελλ. 1. σύνορο αγρού 2. καθεμιά από τις γλυπτές διακοσμήσεις τού άβακα τής πρύμνης, τα στολίδια τού αϊνά αρχ. 1. όριο, σύνορο 2. τέρμα, όριο 3. φράχτης 4. χείλος, γύρος («ὅν ἐξαμιλλησάμενος τροχῷ τέρμονι δίσκου ἔκανε… … Dictionary of Greek
IBERIA — I. IBERIA primum appellata fuit Hisp. regio Ibero fluv. proxima an hinc, an ab Ibero Rege quam postea, Celtae Gallorum pop. relictis sedibus suis habitavêre, unde composito ex nomine gentis utriusque vocabulo, Celtiberi dicti sunt. Luc. Civ. Bell … Hofmann J. Lexicon universale
στολίδι — το / στολίδιον ΝΜΑ νεοελλ. 1. καθετί το οποίο κοσμεί ή διακοσμεί («η κόρη μου είναι το στολίδι τού σπιτιού μου») 2. φρ. «τα στολίδια τού αϊνά» ναυτ. ο τέρμονας νεοελλ. μσν. κόσμημα αρχ. δερμάτινο χιτώνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < στολή + υποκορ. κατάλ.… … Dictionary of Greek
τέρμων — ονος, ὁ, Α βλ. τέρμονας … Dictionary of Greek